- καλάρισμα
- τό1) опускание паруса; 2) забрасывание сети; 3) течь (судна); 4) осадка (судна)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλάρισμα — το [καλάρω] 1. (για τα ιστία) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καλάρω* 2. (για δίχτια) το ρίξιμό τους στη θάλασσα για ψάρεμα 3. (για πλοίο) η διαρροή … Dictionary of Greek